Ω-6 και trans λιπαρά οξέα |
Αντώνης Ζαμπέλας Τα ω-6 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα περιέχονται σε μεγάλο εύρος τροφίμων, αλλά η κύρια πηγή τους είναι τα φυτικά έλαια. Η αντικατάσταση των υδατανθράκων της δίαιτας από το λινελαϊκό οξύ ( C 18:2), το κύριο ω-6 πολυακόρεστο λιπαρό οξύ της δίαιτας, οδηγεί σε μείωση των επιπέδων της LDL χοληστερόλης. Επίσης, όταν τα κορεσμένα λιπαρά οξέα δίαιτας με περιορισμένη πρόσληψη λίπους αντικατασταθούν από ω-6 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, τα επίπεδα LDL και HDL χοληστερόλης μειώνονται (1). Συνολικά, ο περιορισμός των κορεσμένων λιπαρών οξέων, είναι δύο φορές πιο αποτελεσματικός στη μείωση των επιπέδων χοληστερόλης του ορού σε σχέση με την αύξηση της πρόσληψης πολυακόρεστων λιπαρών οξέων (2,3). Στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε ο λόγος πολυακόρεστα προς κορεσμένα λιπαρά οξέα για την αξιολόγηση της σύνθεσης σε λιπαρά οξέα τροφίμων και διαιτολογίων. Ο λόγος αυτός δεν συστήνεται πλέον καθώς δεν διαχωρίζει τα κορεσμένα λιπαρά οξέα που αυξάνουν την χοληστερόλη από εκείνα με ουδέτερη δράση. Η κύρια δράση των ω-6 πολυακόρεστων λιπαρών οξέων είναι η αύξηση των ηπατικών υποδοχέων της LDL αλλά και η μείωση της σύνθεσης της LDL (4). A ντίθετα, επειδή υψηλή πρόσληψη λινελαϊκού οξέος έχει συσχετισθεί με αυξημένη επιδεκτικότητα της LDL σε οξείδωση αλλά και με αύξηση προ-φλεγμονωδών και προ-θρομβογόνων παραγόντων, θεωρείται ότι η πρόσληψη του δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 5-8% της ενέργειας (5,6). Τα trans στερεοϊσομερή του φυσικού cis -λινελαϊκού οξέος παράγονται κατά την διαδικασία υδρογόνωσης που χρησιμοποιείται ευρέως από τη βιομηχανία τροφίμων για τη στερεοποίηση των ακόρεστων λιπαρών οξέων. Τα αυξημένης σκληρότητας λίπη, όπως οι «σκληρές» μαργαρίνες, περιέχουν περισσότερα trans λιπαρά οξέα σε σχέση με πιο μαλακές μαργαρίνες, αλλά πλέον νέοι μέθοδοι παραγωγής έχουν πλέον ως αποτέλεσμα την εξάλειψη των trans λιπαρών οξέων από τις μαργαρίνες. Trans λιπαρά οξέα υπάρχουν επίσης στο λίπος του μοσχαριού, το βούτυρο και το λίπος του γάλακτος, αλλά σε μικρές ποσότητες. Τα μπισκότα που παρασκευάζονται από μερικώς υδρογονωμένα φυτικά έλαια περιέχουν 3% με 9% trans λιπαρά οξέα, ενώ πολλά είδη πρόχειρου φαγητού ( fast food , snack ) περιέχουν από 8% με 10% trans λιπαρά οξέα. Το 50% των trans λιπαρών οξέων που λαμβάνονται με τη δίαιτα προέρχονται από ζωικής προέλευσης τρόφιμα ενώ το υπόλοιπο 50% οφείλεται στα υδρογονωμένα φυτικά έλαια. Αποτελέσματα επιδημιολογικών μελετών υποστηρίζουν ότι η αυξημένη πρόσληψη trans λιπαρών οξέων σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου (7,8). A ντίθετα σε μία πρόσφατη επιδημιολογική μελέτη στην Ολλανδία, όπου η πρόσληψη trans λιπαρών οξέων έχει μειωθεί, παρατηρήθηκε ότι ο σχετικός κίνδυνος για την παρατηρηθείσα διαφορά 2% επί της ενέργειας ήταν 1,28 (95% CI 1,01-1,61) (9). Μεταβολικές μελέτες υπέδειξαν ότι το ελαϊδικό οξύ, το trans ισομερές του ελαϊκού οξέος, έχει υπερχοληστερολαιμική δράση σε σύγκριση με τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα αλλά μειώνει τα επίπεδα χοληστερόλης όταν συγκρίνεται με το μυριστικό και λαυρικό οξύ (2). Η πρόσληψη trans λιπαρών οξέων σε επίπεδο του 3% των συνολικά προσλαμβανόμενων θερμίδων αυξάνει την LDL χοληστερόλη, σε μικρότερο όμως βαθμό σε σχέση με τα κορεσμένα λιπαρά οξέα (10). Η αυξημένη πρόσληψη trans λιπαρών οξέων στο 6% των συνολικών θερμίδων μειώνει ταυτόχρονα τα επίπεδα της HDL χοληστερόλης (11), με τη σχέση να είναι δοσοεξαρτώμενη ενώ πρόσληψη trans λιπαρών οξέων της τάξεως του 9% επί της ενέργειας επιδεινώνει και την ενδοθηλιακή λειτουργία (12). Τέλος, σημαντικός αριθμός κλινικών μελετών υποδεικνύουν ότι τα trans λιπαρά οξέα αυξάνουν τα επίπεδα της LDL χοληστερόλης, σε σύγκριση με τα ακόρεστα λιπαρά οξέα (13-15). B ιβλιογραφία
|
![]() |